Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Η Ορεστιάδα





Ιστορικά Στοιχεία
1. Προγονικές Εστίες

 

Η Νέα Ορεστιάδα ιδρύθηκε από 6000 περίπου Έλληνες, που αναγκάστηκαν το 1923 μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης να εγκαταλείψουν την πόλη τους, την Αδριανούπολη και κυρίως το προάστιό της το Καραγάτς και να αναζητήσουν μια νέα περιοχή για να στεγάσουν τις ζωές και τα όνειρά τους.
Η περιοχή που επέλεξαν και ίδρυσαν τη Νέα Ορεστιάδα απέχει μόλις 18 χιλιόμετρα από τη γενέτειρά τους και κατέχει μια μοναδικότητα στην ιστορία της ελληνικής προσφυγιάς : πρόκειται για μια απέραντη έκταση πεδιάδας από την οποία απουσίαζε κάθε ίχνος προηγούμενου οικισμού.
Η Νέα Ορεστιάδα είναι μια καινούρια πόλη, αλλά η ιστορία των προ-προπαππούδων  των σημερινών κατοίκων της  φθάνει στα βάθη των αιώνων.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα βασιλιά των Μυκηνών της αρχαίας Ελλάδας και της Κλυταιμνήστρας, μετά από υπόδειξη του Μαντείου των Δελφών κατευθύνθηκε προς την περιοχή που βρίσκεται σήμερα η Αδριανούπολη, για να λουστεί στη συμβολή τριών ποταμών κι έτσι να ξεπλυθεί από το φόνο της μητέρας του, που διέπραξε και να γλιτώσει από τις Ερινύες που γι’ αυτό το λόγο τον καταδίωκαν. Βοηθούμενος από τους φίλους του πατέρα του έφθασε στην Αίνο, παραλιακή πόλη του Αιγαίου στις εκβολές του Έβρου ποταμού. Από εκεί, με αυτοσχέδια βάρκα και αντίθετα με τη ροή του ποταμού έπλευσε βόρεια, έως ότου συνάντησε τη συμβολή τριών ποταμών : του Έβρου, του Άρδα και του Τόντζου. Εκεί, αφού λούστηκε και θεραπεύτηκε από το αμάρτημα που τον καταδίωκε, έχτισε ναούς και ίδρυσε μια πόλη, στην οποία έδωσε το όνομά του: Ορεστιάδα.

Σιγά-σιγά η Ορεστιάδα μεγάλωσε και για αρκετούς αιώνες αποτέλεσε το κέντρο της Θράκης, καθώς ήταν η έδρα των σπουδαιότερων Θρακών Βασιλέων. Από πολύ νωρίς εξάλλου ήρθε σε επαφή και με τους Έλληνες της νότιας Ελλάδας και τον πολιτισμό τους, γεγονός που συνέβαλε στην περαιτέρω ανάπτυξη και φήμη της.
Το 127 π.Χ., στα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, επισκέφτηκε την Ορεστιάδα ο αυτοκράτορας της Ρώμης Αδριανός, κι αφού την εξωράισε και την τείχισε, τη μετονόμασε σε Αδριανούπολη. Από τότε καθιερώθηκε η ονομασία αυτή και διατηρείται ως τις μέρες μας ακόμη κι από τους Τούρκους, στους οποίους ανήκει από το 1361, έστω κάπως παραλλαγμένη (:Edirne).
Στα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας αλλά και έπειτα στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η Αδριανούπολη ήταν κέντρο συγκοινωνίας, εμπορίου, βιομηχανίας και πολιτισμού. Ακόμη από τότε λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία και εκκλησίες. Οι Έλληνες κάτοικοί της ασκούσαν κάθε γνωστό επάγγελμα. Άλλοι ήταν έμποροι και καταστηματάρχες ειδών διατροφής, ένδυσης, υπόδησης και συσκευών οικιακής χρήσης, άλλοι βιοτέχνες και εργάτες παραγωγής αυτών των ειδών, άλλοι επιχειρηματίες, χρηματιστές, τραπεζίτες και αντιπρόσωποι ξένων εταιριών. Πολλοί, βέβαια,  κάτοικοι των γύρω περιοχών και των προαστίων ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι.
Πέρα, όμως, από κέντρο εμπορίου και πολιτισμού, η Αδριανούπολη ήταν το στρατιωτικό προπύργιο αλλά και ορμητήριο της Κωνσταντινούπολης. Στα ισχυρότατα τείχη της εξανεμίζονταν οι επιθέσεις των εκ Δυσμών εχθρών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, στο δε κάμπο της έλαβαν χώρα αιματηρότατες μάχες και πάντα εύκολα ή δύσκολα οι Έλληνες κάτοικοί της κατάφερναν να νικήσουν.

Το 1361, όμως, δεν άντεξε στην πίεση των Οθωμανών Τούρκων, καταλήφθηκε και αποτέλεσε την πρώτη πρωτεύουσα  των Οθωμανών στην Ευρώπη. Από τότε μέχρι σήμερα βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή. Ο ελληνισμός της Αδριανούπολης και της γύρω περιοχής θρήνησε για την πτώση της, έχοντας, όμως, ως στηρίγματα τη θύμηση του ένδοξου παρελθόντος, τη χριστιανική πίστη, τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα, τους θρύλους και τα παραδοσιακά τραγούδια άντεξε την τουρκική καταπίεση και κατάφερε στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς να διατηρήσει το εθνικό φρόνημά του.
Πεντέμισι αιώνες μετά, η τουρκική κυριαρχία της Αδριανούπολης κλονίζεται. Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 με τη βοήθεια των Σέρβων καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, αλλά σύντομα ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους. Το 1915, με την επέμβαση της Γερμανίας, δόθηκε και πάλι στη Βουλγαρία ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που πρόσφερε στη Γερμανία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προ της λήξης του, όμως, (1917) και την ήττα της Βουλγαρίας και της Γερμανίας, περιήλθε στους Συμμάχους, αντιπάλους της Γερμανίας.
Τα επόμενα τρία χρόνια ακολούθησε ένας αγώνας ταχύτητας, νεύρων και πειθούς, ώστε να πειστούν οι Σύμμαχοι ότι στην περιοχή υπερτερούσε το ελληνικό παρά το Βουλγαρικό στοιχείο και να πράξουν αναλόγως. Τελικά, το 1920 τα δίκαια ελληνικά αιτήματα υπερισχύουν και ο ελληνικός στρατός με την άδεια των Συμμάχων ελευθερώνει όλη τη δυτική Θράκη και τελικά και την Αδριανούπολη, η οποία και αποδόθηκε στους Έλληνες με τη Συνθήκη των Σεβρών (10-8-1920), όπως και όλη η Ανατολική Θράκη πλην της Κωνσταντινούπολης που έμεινε υπό Συμμαχική επίβλεψη.
Η απελευθέρωση της Αδριανούπολης συνοδεύτηκε από πανηγυρισμούς, σημαιοστολισμούς και αναστάσιμες κωδωνοκρουσίες. Οι ελεύθεροι πλέον Έλληνες δεν μπορούσαν να το πιστέψουν.
Αμέσως άρχισε και η ελληνική διοίκηση της Αδριανούπολης και της γύρω περιοχής με τη δημιουργία ενός διοικητικού οργανισμού βασισμένου στην ελληνική νομοθεσία. Μ’ αυτόν τον τρόπο άρχισε και η άσκηση της πολιτικής ελευθερίας στην Αδριανούπολη και σ’ όλη την ελεύθερη Θράκη.
Η λευτεριά, όμως, στην Αδριανούπολη και σ’ ολόκληρη την Ανατολική Θράκη κράτησε μόνο δυο χρόνια και τρεις μήνες. Τα κύματα της Μικρασιατικής στο μεταξύ Καταστροφής (1920-1922) έφθασαν μέχρι την Ανατολική Θράκη και παρέσυραν και τον εκεί ελληνισμό ίσως χωρίς λόγο.
Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία υπογράφτηκε η ανακωχή των Μουδανιών (29-9-1922) και εν συνεχεία η Συνθήκη της Λωζάνης και μέσα στο πλαίσιό της ξεχωριστή ελληνοτουρκική συμφωνία, σύμφωνα με την οποία καθορίστηκε η ανταλλαγή των αιχμαλώτων στρατιωτών αλλά και η ανταλλαγή του άμαχου πληθυσμού εκατέρωθεν : των Ελλήνων χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των Μουσουλμάνων της Ελλάδας. Εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
2. Ξεριζωμός

Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 έφερε στη Θράκη τον όλεθρο. Οι Δυτικές Δυνάμεις έδωσαν την Ανατολική Θράκη στην Τουρκία και ο ελληνικός στρατός υποχρεώθηκε να την εγκαταλείψει μέσα σε 15 μέρες. Ως σύνορο μεταξύ της  Ελλάδας και της Τουρκίας ορίστηκε αρχικά ο ποταμός Έβρος. Έτσι η Αδριανούπολη ανήκε πλέον στους Τούρκους, το Καραγάτς, όμως, παρέμενε στην Ελλάδα. Σε εκείνο το χρονικό σημείο και για ένα εξάμηνο περίπου πολλοί από τους Έλληνες της Αδριανούπολης κατέφυγαν στο Καραγάτς με την ελπίδα πως κάτι θα άλλαζε και θα επέστρεφαν στον τόπο τους.. Κατά το εξάμηνο εκείνο το Καραγάτς ονομάστηκε Ορεστιάδα εις ανάμνηση της περιπέτειας του μυθικού Ορέστη και οι οδοί του έλαβαν ελληνικές ονομασίες, οι ορθόδοξοι ναοί του λειτουργούσαν κανονικά και τα ελληνικά σχολειά του γέμισαν από ελληνόπουλα.
Οι διαβουλεύσεις, όμως, στη Λωζάννη συνεχίζονταν για την τελική υπογραφή της ομώνυμης συνθήκης και ο Ελευθέριος Βενιζέλος πληρεξούσιος εκπρόσωπος της ελληνικής πλευράς, μάλλον κουρασμένος και προκειμένου να πετύχει μια γενικότερη –κατ’ αυτόν- ειρήνη, παραχωρεί στην Τουρκία και την τριγωνική περιοχή που ορίζεται από το προάστιο της Αδριανούπολης Καραγάτς και τα χωριά της Ντεμερντές και Μπόσνα. Μ’ αυτόν τον άδοξο τρόπο ολοκληρώθηκε η εγκατάλειψη της Αδριανούπολης και του Καραγάτς και πολλών άλλων χωριών ελληνικών επί αιώνες· ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός ξεριζώθηκε.
Τη συμφωνία για την παραχώρηση του Καραγάτς την πληροφορήθηκαν οι κάτοικοί του προσωρινοί και μόνιμοι, Έλληνες στο σύνολό τους, το βράδυ της 27ης Μαΐου 1923.
Οι ξεριζωμένοι, αφού πήραν μαζί τους όλες τις μνήμες τους αλλά ελάχιστα από τα περιουσιακά τους στοιχεία, άλλοι με άμαξες κι άλλοι με το τρένο κατέφθασαν 18 χιλιόμετρα νότια της Αδριανούπολης, σε μια περιοχή, την οποία είχε ήδη επιλέξει μια επιτροπή των κατοίκων του Καραγάτς, στο Κουμ Τσιφλίκι, όπου και ίδρυσαν τη Νέα Ορεστιάδα.
3. Η ίδρυση της Νέας Ορεστιάδας

Οι πρώτοι κάτοικοι της Νέας Ορεστιάδας, 6000 περίπου άτομα από 900 ελληνικές οικογένειες, (ανάμεσά τους υπήρχαν και μερικές Αρμενίων και Εβραίων) δε βρήκαν στη νέα πατρίδα κανένα άσυλο, καμιά στέγη, για να ξεκουράσουν τα ταλαιπωρημένα κορμιά τους. Φτάνοντας η κάθε οικογένεια ταλαιπωρημένη, γεμάτη αγωνία, με φορτωμένα αμάξια κι έχοντας εγκαταλείψει σπίτια και περιουσίες, ζωή ολόκληρη, βολευόταν το πρώτο βράδυ στο ύπαιθρο, στρωματσάδα στα χόρτα ή στ’ αμάξια. Την επόμενη μέρα έπαιρνε από την Επιτροπή Στέγασης και Αποκατάστασης μια σκηνή και λίγο αργότερα κι ένα οικόπεδο, για να χτίσει το σπίτι της.
Συμπαραστάτης όλων των προσφύγων ήταν ο Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Πολύκαρπος Βαρβάκης, ο οποίος εκτός από τη γενικότερη έγνοια του να κρατήσει ενωμένους όλους τους κατοίκους από το Καραγάτς, βοηθούσε τον καθένα προσωπικά αρπάζοντας ο ίδιος το φτυάρι, αν και γέρος, δίνοντάς τους μ’ αυτόν τον τρόπο θάρρος και κουράγιο.
Στο μεταξύ ήδη από τις αρχές Ιουλίου 1923 είχε καταφθάσει στην τοποθεσία, όπου θα κτίζονταν η Νέα Ορεστιάδα, η 11η (ΧΙ) Διλοχία Μηχανικού του ελληνικού στρατού με Διοικητή τον ταγματάρχη μηχανικού Μαυρογάνη Σωτήριο. Αυτός ήρθε φέρνοντας μαζί του το τοπογραφικό σχέδιο της πόλης, που είχε εκπονήσει ο μηχανικός Γεώργιος Μαγκλής, σχέδιο καλά μελετημένο, με προοπτική, με υποδειγματική ρυμοτομία, με φαρδείς δρόμους, μεγάλες πλατείες και με την εντολή του Γενικού Διοικητή της Θράκης Σπύρου Δάσιου να το συνοδεύει: «Θέλω η Ορεστιάδα να γίνει μια καινούργια Αδριανούπολη».
Η 11η Διλοχία Μηχανικού χάραξε σύμφωνα με το σχέδιο τους δρόμους και τις πλατείες της νέας πόλης, αλλά συνέβαλε και στη διάνοιξη των δρόμων και στην ανέγερση των δημοσίων οικημάτων για τις διάφορες Δημόσιες Υπηρεσίες, όπως ήταν το Δημαρχείο, η Αστυνομία, το Ταμείο, η Εφορία, το Ταχυδρομείο, το Τηλεφωνείο, οι οποίες αρχικά στεγάζονταν σε σκηνές και παράγκες. Οι Υπηρεσίες του Σιδηροδρομικού Σταθμού και το Τελωνείο ήταν στεγασμένες σε βαγόνια.
Ο αγιασμός των εγκαινίων της νέας πόλης έγινε τον Αύγουστο του 1923 από τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως (και για λίγο Ορεστιάδας) Πολύκαρπο με την παρουσία του Γενικού Διοικητή της Θράκης Σπύρου Δάσιου.
Ο Σπύρος Δάσιος ως Γενικός Διοικητής της Θράκης και βασικός εκπρόσωπος της Κυβέρνησης αποδείχθηκε πολύ δραστήριος και άκρως αποτελεσματικός κατά την ίδρυση της Νέας Ορεστιάδας, καθώς φρόντισε και εξασφάλισε πολύ νωρίς, σχεδόν πριν την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης σχέδιο δράσης για την ίδρυση της πόλης, χρήματα και υλικά οικοδομών για την ανέγερση σπιτιών για όλους, κυρίως, όμως, για τους άπορους. Η παρουσία του στο χτίσιμο της Νέας Ορεστιάδας ήταν σταθερή, για να λύνει προβλήματα, συχνά μάλιστα και για να βοηθά τους κατοίκους με τα ίδια του τα χέρια. Για την προσφορά του στην πόλη οι κάτοικοι της Νέας Ορεστιάδας από ευγνωμοσύνη τον ανακήρυξαν επίτιμο δημότη και έδωσαν το όνομά του στην κεντρική πλατεία και στο πρώτο ξενοδοχείο της πόλης, ιδιοκτησίας Γρηγόρη Καπετανίδη.
Η Κυβέρνηση, επίσης, για την άμεση ίδρυση της πόλης και την αντιμετώπιση των πρώτων προβλημάτων των προσφύγων ίδρυσε αρχικά το Ταμείο Στέγασης της Νέας Ορεστιάδας και το Γραφείο του Νομογεωπόνου, το φθινόπωρο του 1923, με προϊστάμενο το Σεραφείμ Σεραφειμίδη, στο οποίο ανέθεσε την προσωρινή διανομή των χωραφιών και των γεωργικών εργαλείων. Η διανομή αυτή γινόταν ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών της κάθε οικογένειας. Αργότερα οργανώθηκε το γραφείο Εποικισμού Νέας Ορεστιάδας, του οποίου Διευθυντής ήταν και πάλι ο Σεραφείμ Σεραφειμίδης, και ανέλαβε όλες τις υπηρεσίες στέγασης και αποκατάστασης των προσφύγων.
Ο Σεραφείμ Σεραφειμίδης, καθώς ήταν πρόσφυγας κι αυτός από τον Πόντο, γνώριζε την πίκρα της προσφυγιάς και γι’ αυτό το λόγο εργάστηκε με ζήλο για την αποκατάσταση των προσφύγων. Οι γεωργοί της Νέας Ορεστιάδας έβλεπαν τη μεγάλη εξουσία που είχε Ο Σεραφειμίδης κι έλεγαν: «Πάνω ο Θεός και κάτω ο Σεραφειμίδης».
Μέσα σε ένα χρόνο κατασκευάστηκε ο πρώτος πυρήνας της Νέας Ορεστιάδας με λίγα σπίτια και χαρακτηριστικό γνώρισμα τις πολλές λάσπες. Λάσπες, που έκαναν μαρτυρικές τις μετακινήσεις και αφάνταστη την ταλαιπωρία. Ενδεικτικό της πολλής λάσπης είναι το ακόλουθο περιστατικό: Το 1925 αγοράστηκε το πρώτο ταξί στην Νέα Ορεστιάδα και το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου βούλιαξε στις λάσπες του κεντρικού δρόμου. Τρία ζευγάρια βόδια προσπάθησαν να το τραβήξουν απ’ τις λάσπες αλλά δεν τα κατάφεραν κι έμεινε το ταξί εκεί όλο το χειμώνα.
Όλα τα σπίτια χτίζονταν με ωμοπλίνθους (κερπίτσια) και, φυσικά, με λάσπη. Στο χτίσιμο εργάζονταν όλη η οικογένεια, αφού οι τεχνίτες οικοδόμοι ήταν ελάχιστοι, ενώ μεγάλο πρόβλημα αντιμετώπιζαν με το νερό, καθώς η μοναδική αντλία (τουλούμπα) της περιοχής βρίσκονταν στον κάμπο.
Παρ’ όλα τα προβλήματα η ίδρυση της νέας πόλης ήταν μια πραγματικότητα. Η ονομασία που της δόθηκε ήταν Νέα Ορεστιάδα, για να θυμίζει το μυθικό Ορέστη και την πόλη που ίδρυσε, την πρώτη Ορεστιάδα, σημερινή Αδριανούπολη αλλά και το Καραγάτς, που πρόλαβε και ονομάστηκε κι αυτό για δυο, έστω, χρόνια (1920-1922) Ορεστιάδα. Ορέστης ονομάστηκε, επίσης, και το πρώτο αγόρι που γεννήθηκε στη νέα πόλη.
Για εννιά χρόνια η έκταση της πόλης έμεινε η ίδια. Το 1932, όμως, έγινε η πρώτη φυσική επέκταση στα βόρεια από τους κατοίκους των οικισμών του κάμπου Οινόης και Κλεισσούς και στα νότιά της από τους κατοίκους του χωριού Σαγήνη, που βρισκόταν επίσης στον κάμπο, ανθρώπων που κατάγονταν από το Μεγάλο Ζαλούφι, το Λεοντάρι και το Κρασοχώρι της Ανατολικής Θράκης. Αιτία της μετακίνησής τους ήταν οι μεγάλες πλημμύρες εκείνη τη χρονιά του ποταμού Έβρου.
Για τον ίδιο λόγο το 1956 όσοι κάτοικοι των παραπάνω οικισμών δεν είχαν μετακινηθεί στη Νέα Ορεστιάδα ως τότε, αναγκάστηκαν να το κάνουν αυτή τη φορά, καθώς κατάλαβαν πως δεν κινδύνευαν μόνο οι περιουσίες τους αλλά και η ίδια η ζωή τους.
4. Η ζωή τις πρώτες ημέρες στη Νέα Ορεστιάδα

Από τις πρώτες μέρες της άφιξής τους στο νέο προορισμό τους οι πρόσφυγες είχαν να επιλύσουν πέραν της στέγασης και άλλα πρακτικά προβλήματα, όπως η αντιμετώπιση των φυσικών φαινομένων και των φιδιών και άλλων ερπετών. Κοντά σ’ αυτά στέκονταν και διάφορες αρρώστιες, αποτελέσματα κυρίως της ουσιαστικής απουσίας του νερού αλλά και της ανεπαρκούς ιατρικής φροντίδας. Η ελονοσία, «θέρμη» για τον πολύ λαό, ασθένεια άγνωστη στις μεταπολεμικές γενιές, «θέρισε» τότε πολλούς από τους πρόσφυγες και άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη της σε όσους «πέρασαν» τις σοβαρές κρίσεις της. Εξαντλημένοι από τις ταλαιπωρίες, τη στενοχώρια και την ανέχεια των πρώτων χρόνων της προσφυγιάς αποτελούσαν εύκολη λεία για το μικρόβιο του Λαβαρέν. Το κινίνο και οι ενέσεις ήταν τα πρώτα και μόνα φάρμακα που διέθεταν για την αντιμετώπισή του.
Μεγάλο ήταν και το πρόβλημα της σίτισης. Τις πρώτες μέρες ικανοποιούνταν με το ψωμί. Οι γεωργοί το ζύμωναν και στη συνέχεια το έψηναν σε φούρνους των γύρω χωριών. Ένα μέρος της ζήτησης το κάλυπταν οι φούρνοι του Διδυμοτείχου, έως ότου οι πρόσφυγες επαγγελματίες φουρνάρηδες άρχισαν να χτίζουν τους δικούς τους φούρνους. Σιγά-σιγά άνοιξαν και τα πρώτα παντοπωλεία-καφενεία, που ήταν ταυτόχρονα και χάνια. Τα εμπορεύματα έφθαναν στην πόλη με το τρένο. Το πρώτο φορτίο ήταν φορτίο αλατιού. Τα δε μαγαζιά της αγοράς ήταν παράγκες από ξύλα και κλαδιά.
Η επιβίωση τον πρώτο καιρό βασιζόταν στην ανθρωπιά, στην αλληλοβοήθεια λόγω και της χριστιανικής πίστης τους, άνθρωποι  με φιλότιμο, που έσβησαν σιγά, σιγά.. Το γεωργικό κλήρο, που πήραν, για να τον καλλιεργήσουν έπρεπε να δανειστούν την αγελάδα του γείτονα ή το άροτρό του. Οι δυσκολίες της ζωής τους έκαναν πραγματικά συνανθρώπους.
Η ζωή κυλούσε με δυσκολίες, ανέχεια και αντιθέσεις.
Να πώς περιγράφει ένας από τους πρώτους αστυνομικούς της Νέας Ορεστιάδας Μανόλης Πετυχάκης, τη ζωή των πρώτων ημερών της πόλης, σ’  ένα γράμμα που στέλνει σε συγγενικό του πρόσωπο στον Πειραιά:
«Νέον Καραγάτς, 4-9-1923
Αγαπητή Λητώ, ούτε συ, βέβαια, εφαντάζεσο, ούτε εγώ ήλπιζα πως την επιστολή σου θα τη διάβαζα μέσα σε σκηνή και με το φως σπαρματσέτου!
Αντί να φεύγω προς Νότον, όπως επιθυμούσα, τραβάω όλο προς Βορράν. Ευτυχώς που έφθασα πια τα σύνορα, ειδ’  άλλως θα είχα κουράγιο με την κεκτημένη ταχύτητα που πήρα, να φθάσω στο Β. Πόλο …
Ξέρεις, όμως, ότι μ’  αρέσει η περιπέτεια και, επειδή η τελευταία αυτή είναι εξαιρετικά πρωτότυπη, δε με στενοχώρησε καθόλου.
Σκέψου μια πόλι με 10 χιλιάδες κατοίκους να φεύγει σύσσωμη, αφού πάρη και το τελευταίο καρφί και σανίδι απ’ το σπίτι της και να έρχεται σε ένα εκτεταμένο μέρος να εγκαθίσταται στας σκηνάς.
Παρουσιάζει δε η καινούργια αυτή πόλις το πιο όμορφο θέαμα, μα και το πιο θλιβερό συνάμα. Εδώ βλέπεις εκτεθειμένα σε μεγάλους σωρούς κεραμίδια, ξύλα, πόρτες, παράθυρα, εκεί καθρέπτες κρυστάλλινους, σαλόνια ολόκληρα στο ύπαιθρο. Κάτι καλυβίτσες δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό μαζώνουν κάθε βράδυ πληθώρα κόσμου. Δε λείπει και η Σαμιώτισσα με τη μοναδική μας ρομβία ούτε και η τραβιάτα με κάποιο φωνογράφο.
Όλοι φαίνονται ευχαριστημένοι και δεν έχουν και άδικο. Είναι οι λιγότερο πρόσφυγες από άλλους, δεν αφήκαν στο σπίτι τους ούτε το γατάκι τους. Εξ’ άλλου το παλιό Καραγάτς φαίνεται από εδώ καθαρά με φόντο όλη την Αδριανούπολι, που δεσπόζουν οι πανύψηλοι μιναρέδες του Σουλτάν Σελήμ.
Δίπλα είναι ο Έβρος ποταμός με άφθονα και νόστιμα ψάρια, που ψαρεύονται με τις φούχτες. Μη γελάς, σε διαβεβαιώ πως με τα χέρια μπορείς να πιάσης ως μία οκά ψάρια… Ώστε βλέπεις πως η ζωή μου δεν είναι και τόσο άσχημη. Είχα πεθυμήσει άλλως να δω και τη ζωή του αντίσκηνου, που είναι πραγματικά ευχάριστη τη νύκτα, όχι όμως και το μεσημέρι, γιατί μπορείς να ψηθείς ζωντανός.
Τι να κάνω όμως αφού και ο…..Μητροπολίτης κοιμάται σε σκηνή.  Γιατί πρέπει να ξέρεις όλας τας αρχάς και εξουσίας τας έχομε εδώ. Τηλεγραφείο και ταχυδρομείο σε σκηνή. Δημαρχείο σε μια τέντα, Εφορία Ταμείο σε σκηνάς. Γυμνάσιο στο ύπαιθρο κ.λ.π. Τώρα αρχίζουν να κτίζουν κάτι σπίτια ένα από τα οποία θα πάρη και η αμαρτωλή αστυνομία.
Δουλειά ευτυχώς πολύ λίγη κι έτσι ασχολούμαι να τυπώνω φωτογραφίες. Δυστυχώς που δεν έχω πλάκες να έκανα εδώ μια πρώτης τάξεως συλλογή. Πάντως βρίσκω κάπου κάπου καμιά και τυπώνω, θα σου στείλω να δής την καινούργια Ορεστιάδα. Πού σού κάνει όμως εσένα όρεξι για τέτοια πράγματα. Τώρα που έχεις το μεγαλοπρεπές σαλόνι του Τσάδαρη.. Σας φαντάζομαι και φέτος πάλι…».


Πηγή: Πασχάλης Μαυρίδης, Η Ορεστιάδα στη ροή του χρόνου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου